Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΣΠΑΓΚΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΗ , ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑΚΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΣΤΑΝΙΕΤΕΣ





Στο καινούργιο πολυσέλιδο βιβλίο (680σελ)  του Μίκη Θεοδωράκη,  Διάλογοι στο Λυκόφως .90 συνεντεύξεις (Ιανός) υπάρχει και μια σπαρταριστή διήγηση του από τα παιδικά του χρόνια που μου θύμισε και μια αντίστοιχη δική μου που απετέλεσε και ένα από τα πρώτα μαθήματα που πήρα για τις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους.
Αλλά αρχικά η αφήγηση του αειθαλούς Μίκη από τότε που ήταν 10 ετών και την εποχή που ο πατέρας ως δημόσιος υπάλληλος έπαιρνε μεταθέσεις για διάφορες πόλεις της Ελλάδας. (από εδώ)

Στα Γιάννενα πήγα στην πρώτη και δεύτερη τάξη του Δημοτικού. Με τα άλλα παιδιά δεν είχα πρόβλημα. Ίσως γιατί ήσαν κι αυτά αφελή όπως κι εγώ, όπως εξάλλου όλη η Ήπειρος, που πέρασαν χρόνια για να γίνουν κι αυτά ικανά να πιάνουν πουλιά στον αέρα, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες.
Στο Αργοστόλι τα πράγματα ήταν προχωρημένα. Όταν βγήκα στη γειτονιά να παίξω με τα γειτονόπουλα, φάνηκε αμέσως η μεγάλη διαφορά μου. Όλα τα παιδιά μαζί, με μια σκέψη, κατάλαβαν ότι είμαι βλάκας! Μόλις άνοιξα το στόμα μου, η βαριά ηπειρώτικη προφορά μου τα έκανε να γελούν και να βεβαιωθούν για την κατωτερότητά μου. Κλείστηκα έντρομος στο σπίτι, έως ότου αποφάσισα να αντεπιτεθώ. Ο θείος μου, πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, μου είχε στείλει ένα δώρο εντυπωσιακό: ένα αεροπλανάκι! Στην ουσία δεν ήταν παρά ένα ποδήλατο με τρεις ρόδες, φτερά αεροπλάνου και έναν έλικα που γύριζε μαζί με τις ρόδες. Κάθε απόγευμα τα παιδιά κατέβαιναν στην προκυμαία, στην πλατεία Μέτελα, να παίξουν ποδόσφαιρο ή να ψαρέψουν. Πήρα λοιπόν το αεροπλανάκι μου και κατέβηκα στην πλατεία καμαρωτός καμαρωτός. Τα παιδιά έμειναν άφωνα. Είχα πάρει την εκδίκησή μου!
Ένα απόγευμα, όμως, ύστερα από λίγες μέρες, δεν μου έδωσαν καμία σημασία· ανεβασμένα στο παραπέτο, έριχναν έναν σπάγκο στη θάλασσα και κάθε λίγο φώναζαν όλα μαζί: «Είναι μεγάλο! Πρόσεχε μη σου φύγει!». Είχαν και δυο-τρεις κουβάδες, όπου δήθεν έριχναν τα ψάρια που έπιαναν, χωρίς φυσικά να μπορώ εγώ να τα δω. Αυτό συνεχίστηκε για μερικές μέρες.
Κάποιο απόγευμα που κατέβηκα, όπως πάντα, στην προκυμαία με το αεροπλανάκι μου αποφάσισα να σταματήσω δίπλα τους ενώ εκείνα φώναζαν: «Είναι πολύ μεγάλο! Δέκα οκάδες! Προσέξτε!».
Εγώ, βαρύς Ηπειρώτης όπως ήμουν, ρώτησα:
«Μα πώς πιάνετε τόσο μεγάλα ψάρια;».
Τότε ένα παιδί μού δείχνει ένα κουβάρι σπάγκο και μου λέει:
«Αυτός ο σπάγκος είναι μαγικός. Αυτός τα πιάνει».
«Μου τον δίνεις;» του λέω.
«Κι εσύ τι θα μου δώσεις;».
«Ο,τι θέλεις».
«Θέλω το αεροπλάνο σου».
Του δίνω λοιπόν το αεροπλανάκι μου και παίρνω χαρούμενος τον μαγικό σπάγκο, με τον οποίο θα έπιανα πολύ μεγάλα ψάρια. Όταν γύρισα στο σπίτι, η μαμά μου με ρώτησε:
«Πού είναι το αεροπλάνο σου;».
Τότε εγώ, περήφανος, της δείχνω το κουβάρι και της λέω:
«Το έδωσα και πήρα αυτόν τον μαγικό σπάγκο!».
Η μαμά μου έμεινε άφωνη κι αργότερα ο πατέρας μου, όταν
πληροφορήθηκε την ιστορία του σπάγκου, και όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι... Από τότε ως τώρα!
Μονάχα εγώ παρέμεινα μέχρι σήμερα αμετανόητος και περήφανος, χωρίς να έχω αντιληφθεί ακόμα τη γενική θυμηδία που προκαλεί στους γύρω μου η ταύτισή μου με τον μαγικό σπάγκο...

Εγώ γεννήθηκα στην καρδιά της Αθήνας στην οδό Πειραιώς, λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Κουμουνδούρου και για την οποία έχω γράψει το ποστ μου Η ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ
Όταν ήμουν αρκετά μικρότερος από την ηλικία που αφηγείται την ιστορία του ο Μίκης, δηλαδή  σε προσχολική, ήρθε μια μέρα ο πατέρας μου στο σπίτι και κρατούσε στα χέρια του ένα παιδικό κόκκινο ξύλινο αυτοκινητάκι.
Του το είχε δώσει ένας φίλος του, που το παιδί του είχε πια μεγαλώσει και δεν χώραγε πια να μπει μέσα.
Η κατασκευή του ήταν τελείως απλή με κόντρα πλακέ και βέβαια δεν είχε καμία σχέση με τα πολύ όμορφα που υπάρχουν σήμερα.




Όμως εκείνη την εποχή, που το καλύτερο παιχνίδι από αυτά που θυμάμαι πως  είχα, ήταν ένα ξύλινο κανονάκι με ξύλινες σφαίρες που τις πέταγε όταν  τράβαγες ένα ελατήριο που είχε από πίσω , το αυτοκινητάκι αυτό φάνταζε στα παιδικά μου μάτια σαν να μου χάριζαν μια Κάντιλακ! 
Μπορεί σήμερα σχεδόν όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας να έχουν από ένα τέτοιο παιχνίδι αλλά  μέχρι τότε δεν είχα  ξαναδεί άλλο παιδί να έχει κάτι τέτοιο, στις 3 πλατείες που με πήγαινε η μάνα μου να παίξω με άλλα παιδιά  .
Αυτές εκτός από την πλατεία Κουμουνδούρου, που ήταν κοντά στο σπίτι μας, ήταν η πλατεία Βικτωρίας, που  κοντά έμενε μία ξαδέλφη μου και η πλατεία Συντάγματος που έμενε μια άλλη.
Εκείνα τα χρόνια, που στο κέντρο της Αθήνας κατοικούσαν όλοι οι συγγενείς και φίλοι μας, αυτές ήσαν και τόποι αναψυχής των περιοίκων και των παιδιών τους.
Έτσι λοιπόν εμφανίστηκα μια μέρα στην πλατεία Κουμουνδούρου οδηγώντας το όχημα όλο καμάρι, σαν γύφτικο σκεπάρνι!
Η εμφάνιση μου στην πλατεία μπορεί να συγκριθεί  μόνο με την αντίστοιχη των στρατηγών όταν έμπαιναν  θριαμβευτές στην Ρώμη!
Η πολυπληθής πιτσιρικάδα που έπαιζε εκεί έμεινε έκθαμβη και άρχισε να τρέχει από πίσω μου παρακαλώντας να τους το δώσω να κάνουν και αυτοί μια βόλτα.


Μεταξύ των αιτούντων βόλτα ήταν και ένας μάγκας που είχε στο χέρι του  δύο καλογυαλισμένα ξυλάκια με ένα δάκτυλο του ανάμεσα και τα έπαιζε ρυθμικά και με τέχνη σαν καστανιέτες . Αφού έκανα μια φορά τον γύρο του θριάμβου στην πλατεία, ακολουθούμενος συνεχώς από τους ζηλόφθονες πιτσιρικάδες, επειδή μου είχαν γυαλίσει οι καστανιέτες είπα στον καστανιτοφόρο μάγκα ότι θα του δώσω το αυτοκινητάκι για βόλτα με αντάλλαγμα μετά τα ξυλάκια .
Αφού έκανε την βόλτα του με μένα να τρέχω από πίσω, το μετά δεν ήρθε ποτέ, γιατί το έβαλε στα πόδια και βέβαια δεν μπορούσα να τον κυνηγήσω γιατί ίσως να του έπαιρνα τις καστανιέτες αλλά θα ήταν αμφίβολο αν θα ξανάβλεπα πλέον την Κάντιλακ.



Η ιστορία αυτή απετέλεσε ένα μεγάλο μάθημα για μένα.
Μέχρι τότε πίστευα, βάσει των αρχών της οικογένειας που είχα γαλουχηθεί, ότι όλοι οι άνθρωποι όταν λένε κάτι ο λόγος του είναι συμβόλαιο.
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη και διδακτική μου επαφή με την πραγματικότητα  και απετέλεσε ένα πραγματικό μάθημα ζωής για να εμπιστεύομαι ανθρώπους που ξέρω και να είμαι επιφυλακτικός σε αγνώστους μου.
Α, επίσης ποτέ μου  δεν κατάφερα να παίξω καστανιέτες!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου